Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Στο μυαλό του Le Corbusier

Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης αναλύει τη σκέψη του Ελβετού αρχιτέκτονα σε μία νέα μελέτη

Του Γιαννη Πεπονη*

Αλλιώς στέκονται τα κτίρια και αλλιώς φαίνονται ότι στέκονται. Σε αυτή τη διαφορά συχνά βρίσκουμε την ουσία της αρχιτεκτονικής. Πλησιάζοντας τη Villa Savoye αντικρίζουμε περιμετρικά υποστυλώματα διατεταγμένα σε ένα τετραγωνικό πλέγμα 4x4. Η απόλυτη τάξη τους έρχεται σε αντίθεση με τους καμπυλόσχημους τοίχους στην ταράτσα. Ετσι μας υποβάλλεται η υποψία ότι η εσωτερική οργάνωση του υπερυψωμένου κυρίως ορόφου προκύπτει από τον ελεύθερο σχηματισμό ορίων και ανοιγμάτων πάνω στον κανονικό καμβά του φέροντος σκελετού.

Τάξη και ελευθερία.

Αυτή είναι και η πρόθεση του αρχιτέκτονα, να δείξει δηλαδή ότι η ελευθερία και η αυστηρότητα μπορούν να συνδυαστούν ακριβώς επειδή ο σκελετός οπλισμένου σκυροδέματος απαλλάσσει τους τοίχους από τον παραδοσιακό τους ρόλο στήριξης. Μια προσεκτικότερη εξέταση μας δείχνει όμως ότι τα εσωτερικά υποστυλώματα δεν πειθαρχούν στον κανόνα. Μετακινούνται ώστε να εξυπηρετούν τη λειτουργική διαρρύθμιση των χώρων. Μετακινούνται επίσης για να σκηνοθετηθεί η σχέση υποστυλώματος επιφάνειας και φωτός, δηλαδή του ελεύθερου στοιχείου που ρίχνει σκιά και του φόντου που την δέχεται. Μετακινούνται τέλος ώστε να πλαισιώσουν τις κινήσεις μας. Η σχέση τάξης και ελευθερίας λειτουργεί ως ποιητικό αίτημα, όχι ως δεσμευτική κυριολεξία.

Μερικά από αυτά είναι ήδη γνωστά στην αρχιτεκτονική κριτική. Στο εξαιρετικό και βαθιά σπουδασμένο βιβλίο του, ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης («Η διαγώνιος του Le Corbusier, εκδ. Εκκρεμές) προχωράει παραπέρα. Ανασυγκροτεί συστηματικά τη δημιουργική σκέψη εντός του σχεδιασμού, όπως τεκμηριώνεται από σκίτσα, διαδοχικές λύσεις, μετατοπίσεις από το ένα είδος σχεδίου στο άλλο (για παράδειγμα από το οργανωτικό σχέδιο της κάτοψης στο προοπτικό σχέδιο της αίσθησης, και στο κατασκευαστικό σχέδιο του ξυλότυπου), από τη μία κλίμακα στην άλλη, από σημειώσεις και θεωρητικές θέσεις, από σκόπιμες ρητορικές αποκλείσεις ανάμεσα στα σχέδια που προορίζονται για τη δημοσιότητα και στο κτίριο που αναπαριστούν. Γιατί πράγματι, άλλο είναι να κατανοούμε και να απολαμβάνουμε το έτοιμο αρχιτεκτόνημα, και άλλο να μπαίνουμε στο πετσί της διαδικασίας που το γεννά. Πόσω μάλλον που στην περίπτωση ιδιαίτερα σημαντικών αρχιτεκτονημάτων, εκείνο που γεννιέται δεν είναι μόνο το κτίριο που αντικρίζουμε αλλά και συνθετικές αρχές γενικότερης εμβέλειας. Για να συμβεί αυτό, ο αρχιτέκτονας δεν ικανοποιεί μόνο τα ζητούμενα της ανάθεσης. Αναμετριέται με αιτήματα που ανακαλύπτει ο ίδιος, μέσα στον σχεδιασμό, κρίνοντας τον εαυτό του ως μέρος μιας αρχιτεκτονικής παράδοσης απέναντι στην οποία παίρνει θέση.

Αφού λοιπόν ο Τουρνικιώτης παρακολουθεί τη γέννηση της αρχιτεκτονικής σκέψης, λογικό να εξετάζει το ίδιο διεξοδικά τα βιβλία του Le Corbusier. Προς τι όμως τα κεφάλαια βιογραφικής χροιάς; Υπάρχει μια σχολή που αναζητεί την εξήγηση του έργου τέχνης στις περιστάσεις της παραγωγής του και στη βιογραφία του δημιουργού. Ενίοτε, αυτή η σχολή απαξιώνει τη δύναμη του έργου να μας απευθύνεται άμεσα. Το βιβλίο αυτό κρατά όμως το έργο στο επίκεντρο της προσοχής. Μόνο που στην περίπτωση του Le Corbusier η ίδια η ταυτότητα του δημιουργού είναι συνειδητή κατασκευή.
Η κατασκευή του εαυτού μας ενδιαφέρει επειδή συνδέεται με την ανάγνωση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Στη νιότη του, ο Le Corbusier αναζήτησε έμπνευση στην άμεση ενατένιση του Παρθενώνα πέρα από τα ερμηνευτικά και αξιολογικά πέπλα που τον κάλυπταν. Την ίδια εποχή απέρριψε την τότε σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Μεγαλύτερος όμως, διέκρινε στη νησιώτικη αρχιτεκτονική του Αιγαίου τη λαϊκότερη εκδοχή των αρχών που ο ίδιος διατύπωσε. Ανάμεσα στα δύο ταξίδια στην Ελλάδα, του 1911 και του 1933, οικοδομείται μια διαγώνιος που συνδέει τον Παρθενώνα με τη συλλογική αρχιτεκτονική παράδοση και την ποιητική της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.

Σε αυτήν πατάμε και εμείς. Ισως έτσι εξηγείται η αλλαγή προσώπου ανάμεσα στην πρώτη και στην τελευταία πρόταση του βιβλίου: «Ο Charles-Edouard Jeanneret, που όλοι τον ξέρουμε ως Le Corbusier, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1887 στην Chaux-de-Fonds της Ελβετίας...» …«Διαβάζοντας ξανά τον Le Corbusier του 1923, τον Le Corbusier του 1911 και του 1933 αισθάνομαι έναν φρέσκο αέρα να φυσάει το πρόσωπό μου!» Ο Τουρνικιώτης ξέρει ότι αφού καταλάβουμε τα ποιητικά αξιώματα του έργου μπορούμε να δούμε με νέα φρεσκάδα τόσο τη βιωματική του ρίζα όσο και τη βιωματική του προέκταση στη δική μας διαίσθηση και σκέψη.

* Ο κ. Γιάννης Πεπονής είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Georgia Institute of Technology.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου