Το φυσικό αέριο αναδεικνύεται ως το βασικό καύσιμο γύρω από το οποίο οικοδομείται η σημερινή ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία καλύπτει ισότιμα πλέον την ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών, την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή ήτο μία από τις βασικές διαπιστώσεις μιας διημερούς κλειστής συνάντησης ειδικών για ενεργειακά θέματα στη Βιέννη με επίκεντρο την ΝΑ Ευρώπη. Όπως τόνισε ο κ. Jean-Arnold Vinois, ανώτερο στέλεχος της DG Energy που συμμετείχε στην ανωτέρω συνάντηση, οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι περιλαμβάνουν το γνωστό τρίπτυχο 20-20-20 με καταληκτική ημερομηνία το 2020, επικεντρώνεται σε πέντε βασικούς άξονες.
Ο πρώτος αφορά την ολοκλήρωση της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, (ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο), ο δεύτερος την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, ο τρίτος την αποδοτική χρήση ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και των ΑΠΕ, ο τέταρτος την τεχνολογική πρωτοπορία και ο πέμπτος την ανάπτυξη ισχυρών διεθνών συνεργασιών. Με δεδομένη την μεγάλη εξάρτηση της EU-27 από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, σήμερα 85% και 63% αντίστοιχα, και αύριο πολύ υψηλότερα (94% για το πετρέλαιο και 85% για το φυσικό αέριο το 2030) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταβάλει προσπάθειες αφ’ ενός μεν για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων και αφ’ ετέρου την δημιουργία συνθηκών στενής και εποικοδομητικής συνεργασίας με τρίτες χώρες παραγωγούς, έτσι ώστε να υπάρξει εξασφάλιση εισαγωγών σε Ευρώπη μακροπρόθεσμα σε ανταγωνιστικές τιμές. Στην περίπτωση του φυσικού αερίου η Ευρώπη καλύπτει σήμερα 36% των αναγκών της από δικούς της παραγωγούς και επιπλέον 20% από την παραγωγή της Νορβηγίας ενώ το υπόλοιπο εισάγεται από την Ρωσία (23%), Αλγερία (10%), Κατάρ (3%) και το υπόλοιπο από 7-8 άλλες χώρες. Από δε τις εισαγωγές φυσικού αερίου το LNG εκπροσωπεί το 19% των εισαγόμενων ποσοτήτων με το μεγαλύτερο μέρος (67%) να διοχετεύεται από Μεσογειακές χώρες. Ο σημαντικός ρόλος του LNG αλλά και των διασυνοριακών αγωγών (interconnectors) ανεδείχθη κατά την Ρωσο-Ουκρανική κρίση του Ιανουαρίου 2009 όπου χάρη την συμμετοχή των ανωτέρω δεν πάγωσε εντελώς η Ευρώπη.
Σήμερα το φυσικό αέριο, περισσότερο από τ’ άλλα συμβατικά καύσιμα, αναδεικνύεται ως ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής γιατί συνδυάζει μια σειρά από οφέλη που άπτονται των περιβαλλοντικών ιδιοτήτων του (πολύ χαμηλές εκπομπές) και των πολλαπλών δυνατοτήτων προμήθειας και μεταφοράς του. Για αυτό και η Ε.Ε. ενισχύει σημαντικά την ασφάλεια προμήθειας αερίου, βάσει της οδηγίας 994/2010, στο πλαίσιο του 3ου Ενεργειακού Πακέτου, με έμφαση την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών στις χώρες μέλη αλλά και στις χώρες εταίρους (περαιτέρω ανάπτυξη δικτύων, interconnectors, Νότιος Διάδρομος). Στην πολιτική αυτή ιδιαίτερα αναβαθμισμένος είναι ο ρόλος της ΝΑ Ευρώπης και του Energy Community.
Προς αυτήν την κατεύθυνση καταλυτική φαίνεται ότι είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2011, βάσει της οποίας θα πρέπει μέχρι το 2020 να έχουν ολοκληρωθεί βασικές υποδομές (εσωτερικά δίκτυα και διεθνείς διασυνδέσεις για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο) ενώ το 2014 είναι καταληκτική ημερομηνία για την θεσμική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Μέχρι δε το 2015 θα πρέπει να έχει τερματισθεί το καθεστώς «ενεργειακών νησίδων», με το οποίο φαίνεται ότι λειτουργούν διάφορες περιφερειακές αγορές (π.χ. Ελλάδα, Ιρλανδία, Κύπρος, Μάλτα). Για αυτό το Συμβούλιο έχει εγκρίνει συνολική οικονομική βοήθεια 2,365 εκατ. ευρώ για έργα υποδομών σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, με παράλληλη οικονομική υποστήριξη για την ανάπτυξη τεχνολογιών CCS (1,050 εκατ. ευρώ) και παράκτιων αιολικών πάρκων (565 εκατ. ευρώ).
Κώστας Σταμπολής
Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του ΙΕΝΕ.
Ο πρώτος αφορά την ολοκλήρωση της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, (ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο), ο δεύτερος την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, ο τρίτος την αποδοτική χρήση ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και των ΑΠΕ, ο τέταρτος την τεχνολογική πρωτοπορία και ο πέμπτος την ανάπτυξη ισχυρών διεθνών συνεργασιών. Με δεδομένη την μεγάλη εξάρτηση της EU-27 από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, σήμερα 85% και 63% αντίστοιχα, και αύριο πολύ υψηλότερα (94% για το πετρέλαιο και 85% για το φυσικό αέριο το 2030) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταβάλει προσπάθειες αφ’ ενός μεν για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων και αφ’ ετέρου την δημιουργία συνθηκών στενής και εποικοδομητικής συνεργασίας με τρίτες χώρες παραγωγούς, έτσι ώστε να υπάρξει εξασφάλιση εισαγωγών σε Ευρώπη μακροπρόθεσμα σε ανταγωνιστικές τιμές. Στην περίπτωση του φυσικού αερίου η Ευρώπη καλύπτει σήμερα 36% των αναγκών της από δικούς της παραγωγούς και επιπλέον 20% από την παραγωγή της Νορβηγίας ενώ το υπόλοιπο εισάγεται από την Ρωσία (23%), Αλγερία (10%), Κατάρ (3%) και το υπόλοιπο από 7-8 άλλες χώρες. Από δε τις εισαγωγές φυσικού αερίου το LNG εκπροσωπεί το 19% των εισαγόμενων ποσοτήτων με το μεγαλύτερο μέρος (67%) να διοχετεύεται από Μεσογειακές χώρες. Ο σημαντικός ρόλος του LNG αλλά και των διασυνοριακών αγωγών (interconnectors) ανεδείχθη κατά την Ρωσο-Ουκρανική κρίση του Ιανουαρίου 2009 όπου χάρη την συμμετοχή των ανωτέρω δεν πάγωσε εντελώς η Ευρώπη.
Σήμερα το φυσικό αέριο, περισσότερο από τ’ άλλα συμβατικά καύσιμα, αναδεικνύεται ως ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής γιατί συνδυάζει μια σειρά από οφέλη που άπτονται των περιβαλλοντικών ιδιοτήτων του (πολύ χαμηλές εκπομπές) και των πολλαπλών δυνατοτήτων προμήθειας και μεταφοράς του. Για αυτό και η Ε.Ε. ενισχύει σημαντικά την ασφάλεια προμήθειας αερίου, βάσει της οδηγίας 994/2010, στο πλαίσιο του 3ου Ενεργειακού Πακέτου, με έμφαση την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών στις χώρες μέλη αλλά και στις χώρες εταίρους (περαιτέρω ανάπτυξη δικτύων, interconnectors, Νότιος Διάδρομος). Στην πολιτική αυτή ιδιαίτερα αναβαθμισμένος είναι ο ρόλος της ΝΑ Ευρώπης και του Energy Community.
Προς αυτήν την κατεύθυνση καταλυτική φαίνεται ότι είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2011, βάσει της οποίας θα πρέπει μέχρι το 2020 να έχουν ολοκληρωθεί βασικές υποδομές (εσωτερικά δίκτυα και διεθνείς διασυνδέσεις για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο) ενώ το 2014 είναι καταληκτική ημερομηνία για την θεσμική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Μέχρι δε το 2015 θα πρέπει να έχει τερματισθεί το καθεστώς «ενεργειακών νησίδων», με το οποίο φαίνεται ότι λειτουργούν διάφορες περιφερειακές αγορές (π.χ. Ελλάδα, Ιρλανδία, Κύπρος, Μάλτα). Για αυτό το Συμβούλιο έχει εγκρίνει συνολική οικονομική βοήθεια 2,365 εκατ. ευρώ για έργα υποδομών σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, με παράλληλη οικονομική υποστήριξη για την ανάπτυξη τεχνολογιών CCS (1,050 εκατ. ευρώ) και παράκτιων αιολικών πάρκων (565 εκατ. ευρώ).
Κώστας Σταμπολής
Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του ΙΕΝΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου