«Η Ελλάδα βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, αντιμέτωπη με το πρόβλημα ότι έχει μια σχετικά μη αποδοτική ενεργειακή οικονομία, που εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα. Έχει ωστόσο τη δυνατότητα, στη μετάβαση προς μια πιο «πράσινη» οικονομία, να μετατρέψει την πρόκληση αυτή σε ευκαιρία: για νέες τεχνολογίες, για μεγαλύτερη ενεργειακή αποδοτικότητα, για νέες θέσεις εργασίας, για νέες αγορές».
Αυτά τόνισε, σε συνέντευξη, ο Αχίμ Στάινερ, Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και Διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), ο οποίος σήμερα το απόγευμα θα πραγματοποιήσει τη φετινή ετήσια ομιλία του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Ευξείνου Πόντου με θέμα «Προς μία πράσινη οικονομία: ευκαιρίες για την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας».
Σχολιάζοντας το πρόγραμμα «Χτίζοντας το Μέλλον», το οποίο ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, ο κ. Στάινερ είπε ότι πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς μια κυβερνητική πολιτική μπορεί να τονώσει την συμπεριφορά αγορών και καταναλωτών.
«Αυτό το έχουμε δει με μεγάλη επιτυχία σε πολλές χώρες. Αναφέρω, απλά, ένα παράδειγμα στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, στη Τυνησία και σε άλλες χώρες κατά μήκος των βορειοαφρικανικών ακτών, όπου πολλές χώρες έφεραν σε επαφή μια επιχείρηση κοινής ωφελείας παραγωγής και διανομής ενέργειας, μια τράπεζα και τα νοικοκυριά για να αντικαταστήσουν τα τελευταία τους ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες με ηλιακούς. Στο παρελθόν, η επιχείρηση κοινής ωφελείας δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον γιατί πουλούσε ηλεκτρική ενέργεια και άρα δεν είχε λόγο να επενδύσει σε ηλιακούς θερμοσίφωνες. Οι τράπεζες δεν ήθελαν να δανείσουν σε χιλιάδες νοικοκυριά γιατί το ρίσκο και το κόστος των συναλλαγών ήταν υψηλό. Και οι καταναλωτές δεν διέθεταν τα χρήματα να αγοράσουν ηλιακούς θερμοσίφωνες μιας και είχαν βραστήρες», είπε ο Διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον.
«Φέραμε τις τρεις εμπλεκόμενες πλευρές μαζί κι έτσι, σήμερα, η τράπεζα δανείζει τα χρήματα στην επιχείρηση κοινής ωφελείας, η επιχείρηση κοινής ωφελείας χρηματοδοτεί εκ των προτέρων τον ηλιακό θερμοσίφωνα για το νοικοκυριό και το νοικοκυριό αποπληρώνει το κόστος της επένδυσης της επιχείρησης κοινής ωφελείας σε μια περίοδο 2 έως 3 ετών, καθώς ο λογαριασμός του ρεύματος είναι χαμηλότερος και κατά συνέπεια δεν υπάρχει για τα νοικοκυριά επιπλέον κόστος. Η τράπεζα έχει σχεδόν μηδενικές επισφάλειες και μειώνουμε την κατανάλωση ενέργειας κατά 5% με 10%. Γιατί, για πολλά νοικοκυριά, το κόστος της θέρμανσης νερού αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο ή και ένα τέταρτο του λογαριασμού ρεύματος», πρόσθεσε.
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με το μεγαλύτερο δυναμικό για ηλιακή και αιολική ενέργεια, υπογράμμισε ο κ. Στάινερ και συνέχισε λέγοντας ότι αυτό που παρατηρούμε σήμερα στην Ελλάδα επιτρέπει να κατανοήσουμε το πώς μια κυβέρνηση μπορεί να βοηθήσει τις επενδύσεις σε ενεργειακή αποδοτικότητα. «Θα έλεγα, όμως, ότι με μόνον το 4% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται, σήμερα, από ηλιακή και αιολική ενέργεια, η Ελλάδα διαθέτει ένα πελώριο δυναμικό επενδύσεων σε ανανεώσιμη ενέργεια. Και να το χρησιμοποιήσει επίσης για να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Και για να μειώσει την εξάρτησή της από τις αγορές ορυκτών καυσίμων που χαρακτηρίζονται από μεγάλες διακυμάνσεις και για να καταστεί ηγέτης στον συγκεκριμένο τεχνολογικό τομέα. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι η Ελλάδα βρίσκεται μέσα σε μια κρίση αλλά και μπροστά σε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία», είπε ο Διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον.
«Στις αρχές του 21ου αιώνα τα κράτη σε όλον τον κόσμο βρίσκονται αντιμέτωπα με μια απλή αλήθεια: ότι το σημερινό οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει τη φύση και τα οικοσυστήματα και το περιβάλλον εν γένει, ως έναν ανεξάντλητο πόρο. Αυτό, απλά, δεν αληθεύει πλέον. Η οικονομική ανάπτυξη και το βιώσιμο περιβάλλον δεν μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν το ένα σε βάρος του άλλου», δήλωσε.
«Κατά συνέπεια, η μετάβαση προς μια «πράσινη» οικονομία, μια πιο αποδοτική ως προς τους πόρους οικονομία, μια οικονομία που ρυπαίνει λιγότερο, μια οικονομία που δημιουργεί θέσεις εργασίας και τις αυριανές αγορές είναι ζωτικής σημασίας πλευρά για την κατανόηση ότι αυτές οι απειλές και αυτή η πρόκληση μπορεί να είναι και μια ευκαιρία», πρόσθεσε.
«Η δημιουργική σκέψη με τη βιομηχανία, τις κυβερνήσεις, την κοινωνία των πολιτών, το πώς οι κυβερνητικές πολιτικές και οι αγορές και οι καταναλωτές μπορούν να μετατρέψουν ένα πρόβλημα σε ευκαιρία για μια εθνική οικονομική στρατηγική είναι κατά τη γνώμη μου μια από τις θεμελιώδεις προκλήσεις για την εποχή μας», επεσήμανε ο κ. Στάινερ και συνέχισε: «Πιστεύω ότι για την Ελλάδα, όπως και για κάθε άλλη χώρα σήμερα, θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το πού θέλουμε να πάμε με τη χώρα μας, τη βιομηχανία μας, τους τομείς της οικονομίας μας. Σχετικά με το πώς θέλουμε να αφήσουμε τη χώρα μας στην επόμενη γενιά», κατέληξε ο Διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον.
http://www.kathimerini.gr/ με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου